έμφρικτος

έμφρικτος
ἔμφρικτος, -ον (AM)
αυτός που προξενεί φρίκη, φρικτός, φοβερός («ἔμφρικτος ὀπτασία», «ἔμφρικτος ἐκφαντορία»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”